Ναυκράτι

Ναυκράτι
Ναυκράτῑ , Ναύκρατις
fem dat sg (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ναυκράτις — Ναυκράτῑς , Ναύκρατις fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναυκρατίτης — Ναυκρατίτης, ὁ (Α) [Ναύκρατις] αυτός που κατοικεί στη Ναύκρατι …   Dictionary of Greek

  • ναυκρατικός — ναυκρατικός, ή, όν (Α) [Ναύκρατις] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Ναύκρατι ή στους Ναυκρατίτες …   Dictionary of Greek

  • Ν, ν — (αρχαία ελληνικά νύ και νώ). Το δέκατο τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό  που παρίστανε τον φθόγγο nun (=ιχθύς). Σε όλα τα γνωστά αλφάβητα το σχήμα του ν βρισκόταν πάντα σε στενή σχέση με το σχήμα του μ. Στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”